αγγρίφι

αγγρίφι
και αγρίφι, το
1. άγκιστρο, γάντζος, τσιγκέλι
2. ο άγγριφας*
3. καθετί που αγκυλώνει, ακίδα, αγκάθι, αιχμή
4. στον πληθ. τα αγγρίφια
μυτεροί και απότομοι βράχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἀγγρίφιον < ἀγρίφιον, υποκοριστικό τού μτγν. ουσ. ἀγρίφη (= τσουγκράνα).
ΠΑΡ. αγγριφίζω, αγγριφώνω, αγγριφωτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγγρίφι — το ιού 1. μεγάλο αγκίστρι, τσιγκέλι. 2. απότομος και μυτερός βράχος στην ακρογιαλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγριφίζω — [αγγρίφι] 1. πιάνω κάτι με αγγρίφι, με άγκιστρο 2. πιάνομαι, στερεώνομαι καλά από κάπου …   Dictionary of Greek

  • αγγριφώνω — [αγγρίφι] 1. κυρτώνω κάτι σαν άγκιστρο, καμπυλώνω 2. αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω 3. αγγριφίζω* …   Dictionary of Greek

  • αγγριφερός — ή, ό [αγγρίφι] αυτός που έχει αγγρίφια, ο μη λείος, τραχύς …   Dictionary of Greek

  • αγγριφωτός — ή, ό αυτός που απολήγει σε αιχμές, αιχμηρός, μυτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγρίφι + παραγ. κατάληξη ωτός] …   Dictionary of Greek

  • αγγριφίζω — αγγρίφισα, και αγγριφώνω αγγρίφωσα 1. μτβ., πιάνω με αγγρίφι, γαντζώνω: Το αγγρίφισε γερά κι ήταν αδύνατο να φύγει. 2. αμτβ., πιάνομαι γερά από κάπου, γαντζώνομαι: Για να μην τον πάρει το κύμα αγγρίφωσε στα βράχια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”